- παραρτώ
- -άω και -έω, Ακρεμώ κάτι κοντά ή πάνω σε κάτι («παρήρτηται μάχαιραν», Πλούτ.έχει κρεμασμένο μαχαίρι στο πλευρό του).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἀρτῶ «κρεμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρτώ — (AM ἀρτῶ, άω) κρεμώ κάτι από κάπου, από ένα σημείο αρχ. ἀρτῶμαι 1. κρέμομαι από κάπου («δέλτος... ἐκ φίλης χερὸς ἠρτημένη», «ἀρτ. ἐν βρόχοις», Ευρ.) 2. (εκ + γεν.) εξαρτώμαι από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αFερτάω. Ο τ. αποτελεί υστερογενή … Dictionary of Greek
παράρτημα — ατος, το, ΝΑ [παραρτώ] καθετί που είναι προσαρτημένο σε κάτι, προσάρτημα νεοελλ. 1. ο, τιδήποτε αποτελεί προσθήκη, συμπλήρωμα σε κάτι, εξάρτημα (α. «παράρτημα σχολής» β. «παράρτημα εγκυκλοπαιδικού λεξικού») 2. φρ. «παράρτημα εφημερίδας» έκτακτη… … Dictionary of Greek